- πολυανθρωποτέραις
- πολυάνθρωποςpopulousfem dat comp plπολυανθρωποτέρᾱͅς , πολυάνθρωποςpopulousfem dat comp pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.